ερυγμός

ερυγμός
ο (Α ἐρυγμὸς) [ερεύγομαι (I)]
βλ. ερευγμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐρυγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμοῖς — ἐρυγμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμοί — ἐρυγμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμοῦ — ἐρυγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμῶν — ἐρυγμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμόν — ἐρυγμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] …   Dictionary of Greek

  • ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο …   Dictionary of Greek

  • ερυγμώ — ἐρυγμῶ, έω (Α) [ερυγμός] ερεύγομαι*, ερυγγάνω*, ρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”